- θαυμάσιος
- θαυμᾰσιος1 wonderful
τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Θαυμάσιος — wonderful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσιος — wonderful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… … Dictionary of Greek
θαυμάσιος — α, ο επίρρ. α έξοχος, πολύ ωραίος, θαυμαστός: Θαυμάσιο βιβλίο. – Θαυμάσιο κλίμα. – Θαυμάσια εικόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυμασιώτερον — θαυμάσιος wonderful adverbial comp θαυμάσιος wonderful masc acc comp sg θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμασιώτερον — θαυμάσιος wonderful adverbial comp (ionic) θαυμάσιος wonderful masc acc comp sg (ionic) θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιωτάτων — θαυμάσιος wonderful fem gen superl pl θαυμάσιος wonderful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιωτέρων — θαυμάσιος wonderful fem gen comp pl θαυμάσιος wonderful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιώτατα — θαυμάσιος wonderful adverbial superl θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασιώτατον — θαυμάσιος wonderful masc acc superl sg θαυμάσιος wonderful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασίων — θαυμάσιος wonderful fem gen pl θαυμάσιος wonderful masc/neut gen pl θαυμάζω wonder fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)